καταποντιστής — one who throws into the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντισταῖς — καταποντιστής one who throws into the sea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντισταί — καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστοῦ — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστήν — καταποντιστής one who throws into the sea masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστῶν — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστά — καταποντιστά̱ , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc/acc dual καταποντιστής one who throws into the sea masc voc sg καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστάς — καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc acc pl καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστικός — καταποντιστικός, ή, όν (Μ) [καταποντιστής] αυτός που καταποντίζει, που είναι ικανός να βυθίσει, να πνίξει … Dictionary of Greek
ԸՆԿՂՄԻՉ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: 6c, 10c ա. Որ ընկղմէ. ընկլուզիչ. *Ո՛չ ես ընկղմիչ, այլ վերածիչ: Փախուցիչ ախտից, ընկղմիչ գայթակղութեանց. Նար. ՟Ձ՟Բ. ՟Ձ՟Դ: գ. գ. καταποντιστής pirata Հէն ծովու. *Զաւազակս, եւ է երբէք՝ զի եւ զընկղմիչս. Փիլ. բագն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)