καταποντιστής

καταποντιστής
καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω]
1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει
2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής
3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταποντιστής — one who throws into the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντισταῖς — καταποντιστής one who throws into the sea masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντισταί — καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστοῦ — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστήν — καταποντιστής one who throws into the sea masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστῶν — καταποντιστής one who throws into the sea masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστά — καταποντιστά̱ , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom/voc/acc dual καταποντιστής one who throws into the sea masc voc sg καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστάς — καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc acc pl καταποντιστά̱ς , καταποντιστής one who throws into the sea masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποντιστικός — καταποντιστικός, ή, όν (Μ) [καταποντιστής] αυτός που καταποντίζει, που είναι ικανός να βυθίσει, να πνίξει …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԿՂՄԻՉ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: 6c, 10c ա. Որ ընկղմէ. ընկլուզիչ. *Ո՛չ ես ընկղմիչ, այլ վերածիչ: Փախուցիչ ախտից, ընկղմիչ գայթակղութեանց. Նար. ՟Ձ՟Բ. ՟Ձ՟Դ: գ. գ. καταποντιστής pirata Հէն ծովու. *Զաւազակս, եւ է երբէք՝ զի եւ զընկղմիչս. Փիլ. բագն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”